Αφηγήσεις στρατιωτικών, δημοσιογράφων, Ερυθροσταυριτισσών και άλλων για τη μεγάλη βοήθεια των γυναικών της Πίνδου στους Έλληνες που μάχονταν τους Ιταλούς στα κακοτράχαλα βουνά της Ηπείρου
Η απρόσμενη, για τους περισσότερους, ελληνική νίκη στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο 1940-41, οφειλόταν στους αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και οπλίτες που πολέμησαν με αυταπάρνηση, στη στρατιωτική ηγεσία, αλλά και στον Ιωάννη Μεταξά, στον οποίο μπορούν να καταλογιστούν αρνητικά «σημεία» για άλλα θέματα, όμως, όπως γνωρίζουμε και από ανθρώπους που ζούσαν σε ακριτικά χωριά της Ηπείρου εκείνη την εποχή υπήρχαν προετοιμασίες για πολεμική σύγκρουση με τους Ιταλούς, τουλάχιστον από το 1939. Βέβαια, τα περισσότερα οχυρωματικά έργα έγιναν σε Μακεδονία και Θράκη, λόγω του φόβου της επίθεσης από τη Βουλγαρία. Οι ιταλικές προθέσεις έγιναν πλέον ξεκάθαρες μετά την κατάληψη της Αλβανίας τον Απρίλιο του 1939. Τα χρονικά περιθώρια ήταν πλέον στενά για την Ελλάδα, ενώ δεν υπήρχαν και τα απαιτούμενα χρήματα. Όμως όσα δεν πρόλαβαν να γίνουν σε πολλούς τομείς ως τον Οκτώβριο του 1940 υλοποιήθηκαν χάρη στον άμαχο, αλλά γενναίο πληθυσμό της Ηπείρου, κυρίως της Πίνδου: ηλικιωμένους, παιδιά, πάνω απ’ όλα όμως, γυναίκες: τις θρυλικές γυναίκες της Πίνδου.
Η συμβολή των Ελληνίδων στην εποποιία του 1940
Όταν ξέσπασε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος, στις 28 Οκτωβρίου 1940, οι Ελληνίδες της εποχής έσπευσαν να βοηθήσουν, η καθεμιά με τον τρόπο τους. Γυναίκες της «καλής κοινωνίας» και αστές, που δεν γνώριζαν από δουλειά και στερήσεις, αγρότισσες, σαφώς πιο σκληραγωγημένες, που προσπαθούσαν να κρατήσουν ζωντανή την αγροτική παραγωγή αλλά πάνω απ’ όλα οι γυναίκες της Πίνδου. Η περιγραφή της Μαρίνας Πετράκη είναι ακριβής: «Σκληρή, αγέλαστη, μαυροφορεμένη, με τα γουρ(ου)νοτσάρουχ και τα σεγκούνια της (σύμφωνα με το ΧΡΗΣΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, της Ακαδημίας Αθηνών, σιγκούνι & σεγκούνι: μάλλινο, κυρίως γυναικείο, πανωφόρι της παραδοσιακής αγροτικής φορεσιάς < μεσν. σεγκούνι, σεγκούνα < αλβ. shegun) , η γυναίκα της Πίνδου παραστάθηκε σε όλο τον αγώνα. Αυθόρμητα, αυτόβουλα, χωρίς προσδοκία αναγνώρισης ή ανταμοιβής, αναπλήρωσε στα κακοτράχαλα βουνά της Πίνδου την κρατική μηχανή και μέριμνα… Όταν άρχισαν οι επιχειρήσεις, η έγνοια τους για τον αποκλεισμένο από τα χιόνια στρατό που μαχόταν χωρίς πολεμοφόδια όπλιζε με απαράμιλλο θάρρος τις ανήσυχες καρδιές των κατοίκων της Πίνδου που είχαν μείνει πίσω να «φυλάγουν τα έρμα». Μήτε το χιόνι μήτε ο εχθρός που πλησίαζε μπόρεσαν να σταματήσουν «τις λιτανείες των φτυαριών και κασμάδων». Μια ασυγκράτητη ορμή και ένας παράξενος ενθουσιασμός χαρακτήριζαν αυτό το παιδογυναικομάζωμα».
Μόλις στα τέλη Νοεμβρίου από τις εφημερίδες η ενημέρωση για τις «γυναίκες της Πίνδου»
Πέρασε σχεδόν ένας μήνας από την έναρξη του πολέμου για να υπάρξει ενημέρωση από εφημερίδα για τη δράση των γυναικών της Πίνδου! Στις 27/11/1940 άρθρο του δημοσιογράφου Μάνου Καρέλα, απεσταλμένου της εφημερίδας «Ασύρματος» στο μέτωπο έχει τίτλο: «Η εποποιία των γυναικών της Ηπείρου – Σε απρόσιτα βουνά μετέφεραν τα κανόνια». Μία από τις πρώτες ηρωικές πράξεις του πολέμου ήταν η δράση του θρυλικού «Αποσπάσματος Δαβάκη» στην Πίνδο, απέναντι στις άρτια εξοπλισμένες και εκπαιδευμένες ιταλικές μεραρχίες αλπινιστών. Περίπου 2.000 στρατιώτες, κουρασμένοι και παγωμένοι απάρτιζαν το «Απόσπασμα Πίνδου». Υπήρχαν επίσης σοβαρές ελλείψεις σε είδη ιματισμού, υπόδησης, κλινοσκεπασμάτων και πυρομαχικών. Ο Λόχος Ημιονηγών καθυστερούσε να φτάσει και οι στρατιώτες κινδύνευαν και από την πείνα. Εκεί όμως που τα μηχανοκίνητα «κολλούσαν» ή και αχρηστεύονταν από το χιόνι, τη λάσπη και τα κακοτράχαλα εδάφη «μίλησε η ψυχή» της Ηπειρώτισσας που κουβαλούσε τρόφιμα και πολεμοφόδια στους θαρραλέους στρατιώτες μας. Για τις γυναίκες της Πίνδου, τις οποίες παρομοιάζει με τις Σουλιώτισσες, γράφει ο Χαράλαμπος Κατσιμήτρος.
«Τομεύς Αώου υπό τον Αντισυν/χην Φριζήν Μαρδοχαίσν εις Λάισταν είχε εντολήν να αποφράξη τας ορεινάς διαβάσεις των ορεινών όγκων Γκαμήλας. Διά τον ανεφοδιασμόν του Αποσπάσματος Φριζή νοτίως του Αώου διετέθησαν κλιμάκια εξ ιδιωτικών φορτηγών κτηνών, άτινα λίαν προθύμως παρέσχον οι κάτοικοι, χρησιμεύοντες και αυτοί ως ημιονηγοί. Αι δε γυναίκες της περιοχής Ζαγορίου και Πίνδου, πεφορτωμέναι με βαρύτατα κιβώτια πυρομαχικών, ανερριχήθησαν τας αποτόμους κλιτείς του ορεινού όγκου Γκαμήλας και Πάπιγκου κομίζουσαι πυρομαχικά εις τους μαχόμενους άνδρας μας. Αυταί είναι αι ηρωικαί γυναίκες της Πίνδου, αι οποίαι, όπως αι γενναίοι Σουλιώτισσαι, συνέδραμον εις τον αγώνα και προσέφερον πολυτίμους υπηρεσίας προς την Πατρίδα».
Γκαμήλα ή Τύμφη: ορεινό συγκρότημα του νομού Ιωαννίνων με υψόμετρο 2.497 μέτρα
Γλαφυρή και ρεαλιστική η περιγραφή της Μαρίνας Πετράκη:
«Μέρες και νύχτες ατελείωτης πορείας, φάλαγγες ολόκληρες γυναικών, «στρατός εν πορεία», ζαλωμένων (φορτωμένων, η λ. ζαλώνομαι σημαίνει φορτώνομαι), με πολεμοφόδια και τρόφιμα, δρασκελούν (δρασκελίζω κ’ δρασκελώ=υπερπηδώ) ποτάμια και φαράγγια και γκρεμούς. Σκαρφαλώνουν βουνά σαν τα αγρίμια, κοιτάζοντας μόνο μπροστά».
H Φρόσω Ιωαννίδου
Μια ξεχωριστή περίπτωση Ηπειρώτισσας ήταν η Φρόσω Ιωαννίδου (1896-1986). Γεννήθηκε στο Τσεπέλοβο Ζαγορίου. Σε μικρή ηλικία παντρεύτηκε τον Ιωάννη Ιωαννίδη και εγκαταστάθηκε στα Γιάννενα. Ανέπτυξε από νωρίς μεγάλη κοινωνική δραστηριότητα. Το 1926 ήταν μέλος του Δ.Σ. του «Λυκείου Ελληνίδων», του Ορφανοτροφείου θηλέων και του Λυκείου «Ζωοδόχου Πηγή». Το 1940, μαζί με άλλες Γιαννιώτισσες οργάνωσε τη μεταφορά τραυματιών από το μέτωπο. Για τις γυναίκες της Πίνδου γράφει:
«Πού είναι οι γυναίκες; Ρωτάω. Οι γυναίκες, μου λέει ο ανθυπασπιστής Σιμιτζής κουβαλάνε πολεμοφόδια και τα ανεβάζουν στην Γκαμήλα και την Αστράκα. Πώς είναι δυνατόν, πώς μπορούν να ανέβουν γυναίκες φορτωμένες αυτά τα απάτητα βουνά που ανεβαίνουν μόνο τα ζαρκάδια; Ρωτώ. Τις δένουμε, μου απαντά, με χοντρές τριχιές από τη μέση και οι χωροφύλακες από την κορυφή τις τραβάνε. Κι αυτές, βαρυφορτωμένες, σκαρφαλώνουν σαν τα κατσίκια, πιασμένες πότε από τις πέτρες που προεξέχουν, πότε από τις ρίζες, γονατίζοντας και καμιά φορά από το βάρος, με κίνδυνο να γλιστρήσουν και να γκρεμοτσακιστούν στα βάραθρα που χαίνουν μπροστά τους. Ανεβαίνουν κατεβαίνουν αδιάκοπα και ρίχνουν και τίποτα κοτρόνια στον εχθρό κάτω πο’ χει φτάσει στα Τσερβαριώτικα Καλύβια. Μου πιάνετε η αναπνοή σαν τα ακούω όλα αυτά, σαλεύει ο νους μου.
Αλλά και ο Ηπειρώτης λογοτέχνης Χρήστος Ζαλοκώστας, στο βιβλίο του «Πίνδος»: Η εποποιία στην Αλβανία» γράφει:
«Οι γυναίκες κουβάλησαν τα πυρομαχικά ως την κορυφή της Γκαμήλας. Σκυφτές, λυγισμένες στα δυο από το βάρος της κάσας των φισεκιών που τους βάραινε την πλάτη, ανέβαιναν με το ήσυχο, ακούραστο βήμα των ατσαλένιων τους ποδιών 18 σωστές ώρες κατά συνεχεία, ενώ πίσω ακολουθούσαν τα παιδιά τους, αυτά τα ελληνικά θηρία, φορτωμένα ταγάρια με γεμιστήρες πολυβόλων ή μια οβίδα του ορειβατικού. Στον γυρισμό κατέβαζαν τραυματίες, καμιά φορά και Ιταλούς, για τα νοσοκομεία. Στη Δόβρα δέθηκαν με τις τριχιές των ζώων που ανέβασαν τα κανόνια σε απόκρημνες θέσεις. Όπου βρέθηκαν χωριάτισσες κοντά στη μάχη, έπαιρναν μεγάλες πέτρες και τις έριχναν στους Ιταλούς. Οι χωρικοί έθρεψαν τον στρατό, κι επειδή ήταν φτωχοί και δεν τους περίσσευαν τρόφιμα, πείνασαν οι ίδιοι. Αν κανενός φαντάρου άνοιγε η αρβύλα, του έβγαζαν αμέσως και του έδιναν τα τσαρούχια τους, εξακολουθώντας τον δρόμο ξυπόλυτοι».
Δόβρα ή Δοβρά: το χωριό Ασπράγγελοι Ζαγορίου
Εκπληκτική είναι η ιστορία που αναφέρει η Φρόσω Ιωαννίδου:
«Μια μέρα πέρασε από την άκρη του χωριού μας μια γυναίκα μισόκαιρη (μεσόκοπη) που γύριζε από το μέτωπο της Πίνδου με ένα σαμάρι φορτωμένο στη ράχη της… είπε πως, καθώς πήγαινε με φορτίο στο μέτωπο, της γκρεμίστηκε κάπου το ζώο της (φοράδα).
Τότε φορτώθηκε δυο φορές το φόρτωμα της φοράδας της και το πήγε εκεί που έπρεπε, μια ώρα δρόμο, για να μην πάνε χαμένα αυτά που πήγαινε για τον Στρατό μας. Κατόπι γύρισε στην ψόφια φοράδα, φορτώθηκε το σαμάρι και γύρισε στο χωριό. Όταν κάποιος της είπε να μην στεναχωρηθεί για τη φοράδα γιατί θα πληρωθεί κάποτε, αυτή είπε με πατριωτική υπερηφάνεια: «Εγώ δεν χολιάζω (στενοχωριέμαι) που έχω δυο παιδιά στον πόλεμο και θα στεναχωρηθώ για την φοράδα; Ας πάνει γκορμπάνι (ας θυσιαστεί, πρόκειται μάλλον για ηπειρωτική απόδοση της λέξης κουρμπάνι < τουρκικό kurban). Και βιαστική (ξε)κίνησε για το χωριό της γιατί έλειπε τρεις μέρες».
Όπως είχαμε γράψει και στο blog της Παρασκευής 24/10 οι γυναίκες της Πίνδου έπαιξαν και τον ρόλο… του γεφυροποιού.
Έφτιαχναν χαλασμένα γεφύρια να περάσουν οι εφοδιοπομπές («στη γέφυρα του Κοκόρη, επειδή δεν πρόφταινε να την επισκευάσει γρήγορα το Μηχανικό μπήκαν οι γυναίκες ως το στήθος στο νερό και την τελείωσαν ανθημερόν») και γκρέμιζαν άλλα για να μην περάσει ο εχθρός.
«Προεψές κάηκεν επιτέλους η Γέφυρα Λάιστας, ένα γερό πέρασμα των Ιταλών. Ήταν βρεγμένη μούσκεμα και δεν έπαιρνε φωτιά. Ώσπου ένας Λαϊστιανός με 9 τενεκέδες πετρέλαιο που τους μάζεψαν εννέα γυναίκες και τους κουβάλησαν από διάφορα χωριά, βάζοντας και τα πουκάμισα τους μούσκεμα με πετρέλαιο προσάναμμα, την έκαψε στις μία τα μεσάνυχτα και, όταν το πρωί οι Ιταλοί, έτοιμοι να την διαβούν, την είδαν, λάκισαν τρομαγμένοι. (…) Στην Μπάγια και στα γύρω χωριά, στο Καπέσοβο και στη Λάιστα, έφταναν την ημέρα 50 με 60 φορτηγά και ξεφόρτωναν τρόφιμα και πολεμοφόδια που έπρεπε να μεταφερθούν 12 με 15 ώρες ποδαρόδρομο μέσα στις λάσπες και στα χιόνια μέχρι το Βρυσοχώρι και από κει όσο κρατούσε η μέρα, γιατί τη νύχτα τα μονοπάτια χάνονταν.
Ακούω για τις γυναίκες αυτές που ανέβαζαν τα πολυβόλα στην Γκαμήλα. Ένα βράδυ νυχτωθήκαν στη Δρακολίμνη με ένα κρύο φοβερό. Ήταν αδύνατο να προχωρήσουν με έναν αέρα που τις έπαιρνε σβάρνα. Ξεφορτώθηκαν, μαζεύτηκαν κουβάρι όλες μαζί, σκεπάστηκαν με κάτι τομάρια που βρήκαν εκεί και ξημέρωσαν κακήν κακώς, για να συνεχίσουν τον δρόμο τους φορτωμένες για την Γκαμήλα. Κρατώ τα ονόματά τους», αφηγείται με θαυμασμό η Φρόσω Ιωαννίδου.
Δεν ήταν όμως μόνο οι σκληραγωγημένες Ηπειρώτισσες, αλλά και οι αρχόντισσες και οι κυράδες του Ζαγορίου, που μετέφεραν νυχθημερόν πυρομαχικά στον Γυφτόκαμπο και από εκεί στο Βρυσοχώρι. Ενδεικτική είναι η μαρτυρία του Γ. Βάτζιου.
«Μια κόρη επιστήμονας που είχε σπουδάσει στην Πόλη κουράστηκε, αλλά και το ζώο της δεν προχωρούσε. Ξεμοναχιάστηκε. Έδεσε τότε το σκοινί από το καπίστρι του μουλαριού στο χέρι της για να μην της φύγει μες το πυκνό σκοτάδι και τ’ αγιάζι που τρυπούσε τα κόκαλα. Ζώστηκε και αυτή με την τριχιά στο έλατο και περίμενε να ξημερώσει, με τα αστραπόβροντα και τα βογκητά των χαραδρών και των δασών. Τη βρήκαν το πρωί ξυλιασμένη και μισοαναίσθητη. Σώθηκε εκ θαύματος».
Ο Τύπος αρχίζει σταδιακά να απονέμει τα εύσημα στις Ηπειρώτισσες. Μάλιστα, ο Παύλος Παλαιολόγος γράφει από το μέτωπο το πρώτο χρονογράφημα στο «Ελεύθερον Βήμα» για τις γυναίκες της Πίνδου.
«Καθυστερημένες φτάνουν οι εκθέσεις στη Γενική Διοίκηση της Ηπείρου για τη δράση των γυναικόπαιδων και των αμάχων κατά την περίοδο της εισβολής των Ιταλών στο ελληνικό έδαφος. (…) Δεν είναι έργο στο οποίον δεν επεδόθησαν. Στην αγκαλιά τους μετέφεραν τους τραυματίες οι γυναίκες (…) και δεν περιορίζονταν μόνο σε έργα ανθρωπισμού. Κατασκευάζουν δρόμους, γέφυρες, μεταφέρουν πολεμοφόδια, κινδυνεύουν μαζί με τους στρατιώτες (…) Έξω από το Τσεπέλοβο ο αξιωματικός πολεμούσε με άνδρες που είχαν μείνει νηστικοί τέσσερις μέρες. Πήρε το τηλέφωνο και ζητούσε επειγόντως άρβυλα και ψωμί. Τα σύρματα κομμένα. Ένας τηλεφωνητής του Τσεπέλοβου (…) ειδοποίησε τις γυναίκες (…) φορτώθηκαν στις πλάτες ό,τι είχαν και τράβηξαν για την κορυφή. (…)
Σας μετέφερα ακατάστατα, ατακτοποίητα, αχτένιστα, όπως βρήκα, τα στοιχεία των εκθέσεων. Τι χρειάζεται ο φραστικός διάκοσμος εκεί όπου μόνα τους βοούν τα πράγματα;»
Στο βιβλίο του Κ.Π. Λαζαρίδη «Το Ζαγόρι και η γυναίκα της Πίνδου», υπάρχει και η εξής μαρτυρία του Χρυσόστομου Σιουσόπουλου.
«Την 28η Οκτωβρίου κατά τις 9.30 φάνηκαν τα πρώτα μουλάρια αγκομαχώντας, φορτωμένα με κανόνια και με πυρομαχικά, στο χωριό Σουδενά. Ήταν αδύνατο να προχωρήσουν γιατί ο ανήφορος ήταν μεγάλος. Οι αξιωματικοί ξεφόρτωσαν και ζήτησαν βοήθεια από το χωριό. (…) Οι γυναίκες και οι κοπέλες φορτώθηκαν στις πλάτες τα κομμάτια πυροβόλων και κιβώτια με πυρομαχικά και τα μετέφεραν στη Λάιστα. Ένα φωτογραφικό συνεργείο της 8ης Μεραρχίας πήρε πολλές φωτογραφίες των γυναικών και κοριτσιών φορτωμένων. (…)
Αυτές οι φωτογραφίες προβάλλονται με τη λεζάντα πάντα «Οι γυναίκες της Πίνδου» και «Κάπου στο μέτωπο».
Σουδενά: Χωριό του νομού Ιωαννίνων στο Ζαγόρι, σήμερα Κάτω Πεδινά.
Σταδιακά ήρθε και η αναγνώριση για τις γυναίκες της Πίνδου, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και το εξωτερικό, ιδιαίτερα στη Μ. Βρετανία που δεινοπαθούσε εκείνη την εποχή από τους γερμανικούς βομβαρδισμούς.
«Στο θέατρο Monsignor του Πικαντίλλυ προβάλλονταν τα τελευταία ελληνικά Επίκαιρα, αλλά έπρεπε να περιμένει κανείς ουρά για να μπορέσει να μπει μέσα. (…) ιδιαίτερα συγκινητικό ήταν το φιλμ με τις γυναίκες της Ηπείρου να μεταφέρουν στις πλάτες τους πυρομαχικά και τρόφιμα στην πρώτη γραμμή. Συχνά οι θεατές ξεσπούσαν σε χειροκροτήματα φωνάζοντας Μπράβο και Ζήτω». Θα σημειώσει υπερήφανα ο διευθυντής του Ελληνικού Τμήματος του BCC στο Λονδίνο Γ. Αγγέλογλου.
28η Οκτωβρίου 1940: Ποιοι γνωστοί ηθοποιοί και καλλιτέχνες πολέμησαν για την Ελλάδα
Ποιοι καλλιτέχνες και ηθοποιοί πολέμησαν το 1940 για την ελευθερία της Ελλάδας μας;
Πολλοί πνευματικοί άνθρωποι της εποχής έδωσαν το «παρών» στην πρώτη γραμμή του μετώπου του του Ελληνοϊταλικού Πολέμου του 1940-1941.
Ο Οδυσσέας Ελύτης πολέμησε στο Αλβανικό Έπος 1940-41, στην πρώτη γραμμή του μετώπου.
Προσβλήθηκε από τύφο και τελικά διασώθηκε από θαύμα, όπως ο ίδιος ομολογεί. Στις 28 Οκτωβρίου 1940 ο Ελύτης κατατάσσεται ως ανθυπολοχαγός στη Διοίκηση του Στρατηγείου του Α’ Σώματος Στρατού.
Στις 26 Φεβρουαρίου 1941 μεταφέρεται με βαρύ κοιλιακό τύφο στο νοσοκομείο Ιωαννίνων κι έπειτα από περιπετειώδη πορεία καταλήγει στην Αθήνα.
Πολύ αργότερα, όταν ο πόλεμος ήταν μια μακρινή ανάμνησ
“Δεν ξεχνιούνται όσα χρόνια και αν περάσουν. Πώς να σβήσει από τη μνήμη μου η εξόρμησις στο ύψωμα του Αγ. Αθανασίου στη Χειμάρα;
Ανεβήκαμε με χέρια και πόδια, πολεμώντας με πέτρες. Είχα, θυμάμαι, πέντε φυσίγγια επί 20 ώρες. Εκεί που είχαμε σκαρφαλώσει, δεν μπορούσαν να μας φτάσουν τα μεταγωγικά. Κι εμείς πολεμούσαμε με πέτρες”.
Ο Παπαγιανόπουλος βγήκε ζωντανός από την πρώτη γραμμή του μετώπου και μετά τη συνθηκολόγηση επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Διακοφτό, με το μόνο διαθέσιμο μέσο. Τα πόδια του.
Ο ηθοποιός, Λάμπρος Κωσταντάρας τραυματίστηκε σε μάχη το 1940 και όταν έγινε καλά στα μετόπισθεν, ζήτησε να τον ξαναστείλουν στην πρώτη γραμμή.
Από το Μέτωπο, από αριστερά στη φωτογραφία όρθιοι: Δ. Γαλερίδης (δημοσιογράφος), Γεώργιος Καρτάλης (υπουργός), Δ. Θιβαδόπουλος ( καθηγητής), Γεώργιος Θεοτοκάς ( συγγραφέας), Συμεόνογλου (βιομήχανος) Κώστας Μάγερ (δημοσιογράφος).
Καθιστοί: Ευ. Μαγκλιβέρας (βαρύτονος), Λάμπρος Κωνσταντάρας (ηθοποιός) Κώστας Σάμιος ( τενόρος) και Τσαλίκης (έμπορος).
Η φωτογραφία απεικονίζει τον Γιάννη Τσαρούχη με στρατιωτικά ρούχα να κρατά εικόνα της Παναγίας το 1941.
Σύμφωνα με μαρτυρία του ίδιου του Γ. Τσαρούχη, ο οποίος πολέμησε στο ελληνοαλβανικό μέτωπο του 1940, τις τελευταίες μέρες του πολέμου της Αλβανίας, ακούστηκε ένα περίεργο νέο, η Παναγία παρουσιάστηκε σ’ έναν ανθυπασπιστή και αυτός την νόμισε για Αλβανίδα κατάσκοπο, και πήγε να την πυροβολήσει.
Αυτή σήκωσε την παλάμη της να τον σταματήσει και τού είπε: ”Μη χτυπάς. Ένα έχω να σου πω: τη Λαμπρή θα είσαστε στα σπίτια σας”. Αμέσως δόθηκε διαταγή να χτιστεί εκκλησία στο μέρος που παρουσιάστηκε η Παναγία, ή μάλλον να επισκευαστεί ένας γκρεμισμένος μύλος.
Ο διοικητής της μονάδας είπε σε έναν ανθυπολοχαγό να βγάλει τη συγκεκριμένη φωτογραφία. Η εικόνα που κρατά στα χέρια του ο Γ. Τσαρούχης απεικονίζει την Παναγία με το Χριστό και στο κάτω μέρος τα θαύματά της.
Αριστερά τον ανθυπασπιστή που πάει να πυροβολήσει την Παναγία και τους στρατιώτες που πάνε να χτίσουν το μύλο για να τον κάνουνε εκκλησία. Την ζωγράφισε μετά από διαταγή του διοικητή για να κοσμήσει το τέπλο της εκκλησίας.

