Ήταν σχεδόν δύο τα ξημερώματα στο Νοσοκομείο «Άγιος Ανδρέας», η ώρα που ακόμα και οι τοίχοι μοιάζουν να κοιμούνται.
Μόνο το απαλό βουητό των μηχανημάτων και ο σταθερός ρυθμός των μόνιτορ έσπαγαν τη σιωπή. Η νοσηλεύτρια Κλαίρη Μωραΐτη καθόταν δίπλα στον μακροχρόνιο ασθενή της, έναν άντρα που βρισκόταν σε κώμα εδώ και τρία χρόνια. Το όνομά του ήταν Λέανδρος Βλαχάκης, κάποτε ο νεότερος τεχνολογικός μεγιστάνας της Αθήνας — τώρα, μια σιωπηλή σκιά του εαυτού του.

Τον φρόντιζε από την πρώτη κιόλας νύχτα που είχε φτάσει. Στην αρχή έκανε το καθήκον της — αυτό που κάθε νοσηλεύτρια κουβαλά μέσα της. Όμως, όσο οι μήνες έγιναν χρόνια, το όριο ανάμεσα στην υποχρέωση και τη σύνδεση άρχισε να θολώνει. Είχε μάθει τις μικρές του λεπτομέρειες, ακόμα κι αν δεν κουνιόταν. Τη λεπτή ουλή κάτω από το σαγόνι του. Τον τρόπο που τα δάχτυλά του έτρεμαν ελαφρά όταν του μιλούσε για τη βροχή.
Εκείνη τη νύχτα, η μοναξιά την βάραινε πιο πολύ ποτέ. Η πόλη έξω γεμάτη πάχνη, ενώ η βροχή γλιστρούσε στα τζάμια σαν δάκρυα. Η Κλαίρη έλεγξε τα μηχανήματα για τελευταία φορά — όλα σταθερά. Κι όμως, δεν έφευγε. Έμεινε εκεί, αρκετά κοντά για να ακούει την αναπνοή του.
«Θα μισούσες αυτή τη σιωπή», ψιθύρισε. «Λένε πως δεν σταματούσες να μιλάς στις επαγγελματικές σου συναντήσεις. Νομίζω θα μου άρεσε να σε ακούω.»
Τα λόγια της πλανήθηκαν μέσα στο αχνό φως. Και τότε, χωρίς να το σκεφτεί, χωρίς λογική, έσκυψε και άγγιξε απαλά τα χείλη του με τα δικά της. Δεν ήταν πάθος· ήταν λαχτάρα, θλίψη και κάτι που περίμενε πολύ καιρό.
Η στιγμή κράτησε όσο μια ανάσα — κι έπειτα, συνέβη το αδύνατο.
Ένας ήχος, χαμηλός και αβέβαιος, βγήκε από το στόμα του. Το μόνιτορ άρχισε να χτυπά γρηγορότερα. Τα μάτια της Κλαίρης άνοιξαν διάπλατα καθώς ένιωσε τα δάχτυλά του να κινούνται πάνω στα σεντόνια. Πριν προλάβει να κάνει πίσω, ένα χέρι τη έπιασε από τη μέση.

Πάγωσε.
Ο Λέανδρος άνοιξε τα μάτια του.
Τρία χρόνια σιωπής τελείωσαν με έναν χτύπο της καρδιάς. Η φωνή του βγήκε τραχιά και ξερή.
«Ποια είσαι;»
Η Κλαίρη δεν μπόρεσε να μιλήσει. Μόνο τον κοίταζε — τον άνθρωπο που είχε φροντίσει τόσο καιρό, τώρα ξύπνιο, να κρατά το χέρι της.
Οι γιατροί όρμησαν μέσα, πλημμυρίζοντας το δωμάτιο με φως και φωνές. Όλα έμοιαζαν με όνειρο. Το αποκάλεσαν θαύμα κάτι ανεξήγητο. Μέσα σε λίγες ώρες, ο Λέανδρος ανέπνεε μόνος του, μιλούσε με κομμένες φράσεις, θυμόταν σπαράγματα μιας ζωής που έμοιαζε χαμένη για πάντα.
Αλλά για την Κλαίρη, το θαύμα είχε και μια σκιά. Εκείνο το φιλί — το φιλί που κανείς δεν έπρεπε να μάθει — την έκαιγε μέσα της.
Όταν το διοικητικό συμβούλιο και οι συνεργάτες του Λέανδρου εμφανίστηκαν, εκείνη έγινε πάλι σκιά. Εκτελούσε καθήκοντα χωρίς να τον κοιτά. Κι όμως, κάθε φορά που έμπαινε στο δωμάτιο, ένιωθε το βλέμμα του να τη βρίσκει.
Οι μέρες πέρασαν. Η ανάρρωσή του άφηνε τους πάντες άφωνους. Ξεκίνησε φυσικοθεραπείες, μιλούσε καθαρότερα, θυμήθηκε την εταιρεία του, το σπίτι του, το βράδυ του ατυχήματος. Θυμόταν τη βροχή, τον θυμό, μια σύγκρουση μετάλλων — κι ύστερα το κενό, μέχρι τη στιγμή που ξύπνησε βλέποντας εκείνη.
Ένα απόγευμα τη ρώτησε χαμηλόφωνα:
«Ήσουν εσύ που μου μιλούσες κάθε βράδυ, έτσι δεν είναι;»
Η Κλαίρη δίστασε.
«Ναι… με βοηθούσε να μείνω ξύπνια.»
Το βλέμμα του μαλάκωσε.
«Και το φιλί;»
Η ανάσα της κόπηκε.
«Το θυμάσαι;»
«Όχι το ίδιο το φιλί» είπε, «αλλά τη ζεστασιά. Νομίζω… αυτή με τράβηξε πίσω στη ζωή»
Ήθελε να το αρνηθεί, να κρυφτεί πίσω από την επαγγελματική της στάση, αλλά η αλήθεια είχε ήδη ειπωθεί.
«Ήταν λάθος» ψιθύρισε.
Εκείνος χαμογέλασε αχνά.
«Ίσως όχι.»
Οι φήμες δεν άργησαν να κυκλοφορήσουν. Κάποιος την είχε δει να μένει υπερβολικά ώρα δίπλα του. Κάποιος το ανέφερε στον διευθυντή του νοσοκομείου. Το επόμενο πρωί την κάλεσαν. Το μήνυμα ήταν σύντομο και ψυχρό: θα μετατεθεί. Το νοσοκομείο έπρεπε να προστατέψει τη φήμη του.
O Λέανδρος όμως είχε ήδη φύγει. Είχε υπογράψει οικειοθελή έξοδο και έφυγε από το νοκοσομείο.
Οι μήνες πέρασαν. Η Κλαίρη μετατέθηκε σε μια μικρή κλινική στη Θεσσαλονίκη, μακριά από τη φασαρία της πρωτεύουσας. Δούλευε ήσυχα, προσποιούμενη πως εκείνη η νύχτα δεν συνέβη ποτέ.
Μέχρι που ένα απόγευμα άκουσε μια γνώριμη φωνή στην αίθουσα αναμονής.
«Κυρία Μωραΐτη, χρειάζομαι ένα τσεκ-απ»
Γύρισε — και τον είδε. Ζωντανό, γερό, καλοντυμένο, με εκείνο το μισό χαμόγελο που είχε δει μόνο σε φωτογραφίες.
«Κύριε Βλαχάκη…» κατάφερε να πει.
«Λέανδρος,» τη διόρθωσε. «Σε έψαχνα καιρό.»
Η καρδιά της χτύπησε δυνατά.
«Γιατί;»
Πλησίασε και χαμήλωσε τη φωνή του.
«Γιατί όταν ξύπνησα, το πρώτο πράγμα που ένιωσα ήταν γαλήνη. Νόμιζα πως ήταν το νοσοκομείο. Μετά κατάλαβα πως ήσουν εσύ.»
«Είσαι απλώς ευγνώμων» απάντησε.
«Όχι» είπε. «Είμαι ζωντανός χάρη στην ιατρική. Αλλά ζω, χάρη σε σένα.»
Το δωμάτιο γύρω τους χάθηκε. Για πρώτη φορά, τον κοίταξε βαθιά στα μάτια.
«Δεν ξέρω τι είναι αυτό» ψιθύρισε.
«Είναι μια αρχή» απάντησε εκείνος.
Άπλωσε το χέρι του, απαλά, σαν να ζητούσε άδεια και εκεί το έπιασε. Η στιγμή ήταν ήρεμη, αληθινή και γαλήνια.
Όταν τα χείλη τους συναντήθηκαν ξανά, δεν ήταν θαύμα ούτε ατύχημα. Ήταν δύο ζωές που αποφάσισε το σύμπαν να τους σμίξει μαζί.
Γιατί στη ζωή, τα πιο σημαντικά πράγματα έρχονται όταν δεν τα περιμένουμε — κι όσα φαίνονται τυχαία, πολλές φορές είναι αυτά που μας αλλάζουν για πάντα.
Αυτή είναι η ομορφιά της ζωής — πως τίποτα δεν είναι προγραμματισμένο. Κάθε στιγμή μπορεί να φέρει κάτι απρόσμενο, κι αυτός είναι ο λόγος που πρέπει να εκτιμούμε κάθε δευτερόλεπτο που ζούμε.
Αν ήσουν στη θέση της… θα τον φιλούσες;
ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΙΔΗΣΗ – Πέθαvε ο αγαπημένος τραγουδιστής
Υπήρξε πρωτοπόρος του roots-rock ήχου – «Έφυγε» στο σπίτι του στο Νέο Μεξικό
Έφυγε από τη ζωή χθες (15/12), σε ηλικία 78 ετών, ο Τζο Ίλι, ο τραγουδοποιός που συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση ενός νέου μουσικού ρεύματος με επίκεντρο το Τέξας, ενώνοντας το ροκ με την κάντρι μουσική από τη δεκαετία του 1980. Αιτία θανάτου ήταν επιπλοκές από άνοια με σωμάτια Λούι, τη νόσο του Πάρκινσον και πνευμονία.

Σύμφωνα με ανακοίνωση της οικογένειάς του, ο καταξιωμένος τραγουδιστής-τραγουδοποιός πέθανε στο σπίτι του στο Τάος του Νέου Μεξικού, έχοντας στο πλευρό του τη σύζυγό του και μάνατζέρ του, Σάρον, καθώς και την κόρη του, Μαρί.
Σε δήλωσή του, ο διευθύνων σύμβουλος της Country Music Hall of Fame, Κάιλ Γιανγκ, ανέφερε: «Ο Τζο Ίλι ερμήνευσε αμερικανική roots μουσική με το ζήλο ενός αληθινού πιστού που ήξερε ότι η μουσική μπορούσε να διαπεράσει ψυχές». Όπως σημείωσε, «το ιδιαίτερο μουσικό του στυλ θα μπορούσε να προκύψει μόνο από το Τέξας, με το νοτιοδυτικό μείγμα honky-tonk, rock & roll, roadhouse blues, western swing και conjunto».
Πρόσθεσε ακόμη ότι «η πραγματική του διάσταση φάνηκε στη δυναμική ένταση των ζωντανών εμφανίσεών του», όπου μπορούσε να σταθεί επάξια δίπλα σε καλλιτέχνες όπως ο Μπρους Σπρίνγκστιν, καθώς και στους Rolling Stones και τους Clash, που τον πήραν μαζί τους σε περιοδείες ως καλλιτέχνη που άνοιγε τις συναυλίες τους.
Μόντε Γουόρντεν: «Ο ήρωάς μου, ο Τζο Ίλι πέθανε»
Τη θλίψη του εξέφρασε με ανάρτησή του στο Twitter ο Μόντε Γουόρντεν, τραγουδιστής από το Τέξας και ιδρυτικό μέλος των Wagoneers, του πρωτοποριακού roots-rock συγκροτήματος που ανέδειξε ο Τζο Ίλι. «Ο ήρωάς μου… το πρότυπό μου… ο φίλος μου… ο Τζο Ίλι πέθανε σήμερα», έγραψε, προσθέτοντας: «Σημαίνει για μένα τόσα πολλά όσο ο Μπάντι, ο Έλβις ή ο Ντον Έβερλι. Ένας τέτοιος καλλιτέχνης. Τεξανός. Είμαι απλά… συντετριμμένος», σύμφωνα με το Variety.
Μπρους Σπρίνγκστιν: «Είχα την ευλογία να τραγουδάω στους δίσκους του»
Ο ίδιος ο Μπρους Σπρίνγκστιν δήλωσε για τον Τζο Ίλι: «Είχα την ευλογία να τραγουδάω στους δίσκους του και να βρίσκομαι στη σκηνή με τον Τζο κατά καιρούς και το μόνο που μπορώ να πω είναι: “Δόξα τω Θεώ που δεν γεννήθηκε στο Νιου Τζέρσεϊ. Θα είχα πολύ περισσότερη δουλειά μπροστά μου”».
Οι σημαντικοί σταθμοί του Τζο Ίλι
Παρότι η μουσική του είχε έντονα κάντρι στοιχεία, ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια, ο Ίλι αγαπήθηκε από πολλές γενιές ροκ καλλιτεχνών, οι οποίοι τον γνώρισαν μέσα από εμφανίσεις σε ιστορικά μουσικά στέκια, όπου μοιραζόταν τη σκηνή με κορυφαία ονόματα της εποχής.
Στη διάρκεια της καριέρας του περιόδευσε με τους Rolling Stones, τους Clash, τους Pretenders, τους Kinks, ενώ εμφανίστηκε 17 φορές με τους Tom Petty and the Heartbreakers, καθώς και με τις Στίβι Νικς και Λίντα Ρόντσταντ.
Το πιο γνωστό άλμπουμ του θεωρείται το «Musta Notta Gotta Lotta», η τέταρτη δισκογραφική δουλειά του με την MCA Records, με την οποία υπέγραψε συμβόλαιο τη δεκαετία του 1970.
Αν και η μουσική του διαδρομή ξεκίνησε με τους Flatlanders —το κάντρι συγκρότημα που δημιούργησε το 1972 μαζί με τους Τζίμι Ντέιλ Γκίλμορ και Μπουτς Χάνκοκ— ο Τζο Ίλι βρήκε ευρύτερη απήχηση με το ομώνυμο σόλο ντεμπούτο άλμπουμ του το 1977.
Το 1999 τιμήθηκε με βραβείο Grammy στην κατηγορία Καλύτερου Μεξικανικού/Μεξικανο-Αμερικανικού Άλμπουμ για τη συμμετοχή του στο supergroup Los Super Seven.
