ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Τραγωδία με 27χρονη μητέρα που σκότωσε τα δύο παιδιά της: Ήθελε να ενωθούν με τον 72χρονο σύζυγο της στον Παράδεισο

Σοκ έχει προκαλέσει η υπόθεση μίας Ελληνοαμερικανίδας μητέρας που σκότωσε τα δύο παιδιά της, γιατί ήθελε να πάνε όλοι στον Παράδεισο και να ενωθούν ξανά με τον…

Σοκ έχει προκαλέσει η υπόθεση μίας Ελληνοαμερικανίδας μητέρας που σκότωσε τα δύο παιδιά της, γιατί ήθελε να πάνε όλοι στον Παράδεισο και να ενωθούν ξανά με τον 72χρονο σύζυγο της.

Μία υπόθεση που συγκλόνισε την Ελληνοαμερικανική κοινότητα και ολόκληρο τον Καναδά έλαβε τη δικαστική της κατάληξη με την 27χρονη Βανέσσα Κόλλιας να καταδικάζεται σε ισόβια κάθειρξη για τη δολοφονία των δύο μικρών γιων της, ηλικίας 4 και 5 ετών.

Η πράξη, που τελέστηκε λίγες μόλις ημέρες μετά τον θάνατο του 72χρονου συζύγου της από καρκίνο, αποδίδεται από την ίδια στη συντριπτική θλίψη και την επιθυμία της «να ενωθούν όλοι μαζί στον Παράδεισο».

Το χρονικό της τραγωδίας
Η τραγωδία εκτυλίχθηκε τον Δεκέμβριο του 2023 στο Τορόντο. Ο σύζυγος της Κόλλιας, ο 72χρονος Κώστας Κόλλιας, πέθανε την 1η Δεκεμβρίου μετά από μάχη με τον καρκίνο. Η 27χρονη, όπως κατέθεσε στο δικαστήριο, ήταν ήδη εξαντλημένη από τη φροντίδα του συζύγου της επί 24 ώρες το 24ωρο και την εμπειρία να τον βλέπει «να χειροτερεύει σιγά-σιγά μπροστά στα μάτια της».

Εννέα ημέρες μετά τον θάνατό του, στις 10 Δεκεμβρίου, η Βανέσσα Κόλλιας πήρε τη μοιραία απόφαση. Περιγράφοντας τη φρικιαστική πράξη στο δικαστήριο, ομολόγησε ότι κράτησε τα χέρια της πάνω από το στόμα και τη μύτη του 4χρονου Δημήτρη και του 5χρονου Γιάννη, στερώντας τους την ανάσα. Καθώς τελούσε τη δολοφονία, ισχυρίστηκε ότι τους τραγουδούσε το «You Are My Sunshine».

Αμέσως μετά τη δολοφονία των παιδιών, η Κόλλιας πήδηξε από το μπαλκόνι του διαμερίσματός τους, με την ελπίδα να αυτοκτονήσει και η ίδια. Επιβίωσε της πτώσης, ωστόσο, έμεινε παράλυτη από τη μέση και κάτω.

Η αστυνομία, φτάνοντας στο διαμέρισμα, βρήκε τα πτώματα των δύο παιδιών μπροστά σε μία τηλεόραση που έπαιζε παιδικά προγράμματα. Δίπλα τους βρέθηκαν τα ρούχα για την κηδεία τους, μαζί με μία φωτογραφία του νεκρού πατέρα τους και έναν σταυρό, στοιχεία που υποδηλώνουν τον προμελετημένο χαρακτήρα της πράξης ως «τελετή επανένωσης».

Αρχικά, η 27χρονη κατηγορήθηκε για φόνο πρώτου βαθμού. Ωστόσο, οι κατηγορίες υποβαθμίστηκαν σε φόνο δευτέρου βαθμού λόγω της βαθιάς θλίψης που, σύμφωνα με το δικαστήριο, βίωνε από τον θάνατο του συζύγου της.

Σύμφωνα με την κατάθεσή της σε ψυχίατρο, η Κόλλιας είχε δηλώσει ότι ένιωθε «απολύτως μόνη και ανίκανη να συλλάβει τη συνέχιση της ζωής» χωρίς τον Κώστα Κόλλια, και ότι ήθελε «όλοι τους να ξαναενωθούν στον Παράδεισο».

Κατά την ακροαματική διαδικασία, η Βανέσσα Κόλλιας εξέφρασε τη βαθιά της μετάνοια και τον πόνο της για την πράξη της, με μια συγκλονιστική δήλωση: «Ένα μέρος μου θα αναρωτιέται πάντα γιατί δεν είπα ποτέ ότι χρειάζομαι βοήθεια».

Απευθυνόμενη στα νεκρά παιδιά της με κλάματα, είπε: «Σας αγαπώ περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Σας ευχαριστώ που μου δείξατε τι είναι η αληθινή αγάπη. Θα είστε για πάντα το αγαπημένο μου κομμάτι. Είμαι τόσο ευγνώμων που έγινα η μαμά σας. Το πιο δύσκολο πράγμα που θα πρέπει να κάνω είναι να μάθω να είμαι εδώ χωρίς εσάς».

Το δικαστήριο, αναγνωρίζοντας την ψυχική της κατάσταση αλλά και τη σοβαρότητα του εγκλήματος, την καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη με δικαίωμα αναστολής όχι νωρίτερα από 18 χρόνια. Η τραγωδία της οικογένειας Κόλλιας παραμένει ένα οδυνηρό παράδειγμα των ακραίων συνεπειών που μπορεί να επιφέρει η αδυναμία διαχείρισης της θλίψης και της ψυχικής υγείας.

ΕΚΤΑΚΤΟ – Δύσκολες ώρες για τον Νίκο Χαρδαλιά

«Καλό σου ταξίδι, Πατέρα μου. Θα είσαι για πάντα η πιο γλυκιά σκιά δίπλα στο κάθε βήμα μου.

Μέχρι να ξαναβρεθούμε» καταλήγει στον συγκινητικό αποχαιρετισμό του ο περιφερειάρχης Αττικής

Δύσκολες ώρες για τον περιφερειάρχη Αττικής Νίκο Χαρδαλιά καθώς έφυγε από τη ζωή ο πατέρας του.

Ο Γιώργος Χαρδαλιάς είχε καταγωγή από τη Γρανίτσα Ευρυτανίας ενώ μεγάλη ήταν η αγάπη του και για τον Βύρωνα , στην κοινωνική ζωή του οποίου ήταν ιδιαίτερα δραστήριος μέχρι το τέλος.

Από νεαρή ηλικία ακολούθησε τον δρόμο του εμπορίου, καταφέρνοντας να διακριθεί ως επιχειρηματίας, με σεμνότητα και συνέπεια, ενώ όσοι τον γνώριζαν μιλούν για έναν άνθρωπο ευθύ, που στήριζε πάντα τους γύρω του και κέρδιζε τον σεβασμό με την ακεραιότητα και την ευγένειά του.

Στην ανάρτηση με την οποία γνωστοποίησε την απώλεια, ο Νίκος Χαρδαλιάς γράφει για τον πατέρα του «να ξέρεις ότι αφήνεις πίσω σου ένα φως που στο ορκίζομαι δεν θα σβήσει ποτέ».

«Πατέρα μου, ήσουν το πρώτο μου λιμάνι, η σταθερή μου πυξίδα, ο άνθρωπος που χρόνια τωρα έκανε τον κόσμο μου πιο απλό, πιο δυνατό, πιο αληθινό, που με έμαθε να είμαι υπεύθυνος και χρήσιμος για όλα και όλους, να αγαπώ τους ανθρωπους. Τώρα θα λείπεις, η καρδιά μου θα βαραίνει, μα το μοναδικό σου αποτύπωμά θέλω να ξέρεις ότι θα λάμπει πάντα μέσα της σαν εκείνο το άστρο που δεν έμαθε ποτέ να αποδέχεται ή να γνωρίζει τη νύχτα και το σκοτάδι. Αρχοντάκο μου, σε αποχαιρετώ με δάκρυα μα και με μια αγάπη που ξεχειλίζει, μια αγάπη που δεν χωρά σε λέξεις. Να ταξιδέψεις ήρεμα εκεί όπου δεν υπάρχει πόνος. Κι εγώ… θα σε βρίσκω πάντα» συνεχίζει ο κ. Χαρδαλιάς.

«Καλό σου ταξίδι, Πατέρα μου. Θα είσαι για πάντα η πιο γλυκιά σκιά δίπλα στο κάθε βήμα μου. Μέχρι να ξαναβρεθούμε» καταλήγει στον συγκινητικό αποχαιρετισμό του ο περιφερειάρχης Αττικής.

Δεν πιστεύαμε ότι θα τα κατάφερνε να περάσει τη νύχτα: Συνέχιζε να ρωτάει για τον «Μάρκο…»

Ο δεσμός ανάμεσα στους ανθρώπους και στους σκύλους κρατά αιώνες. Δεν στηρίζεται σε λόγια ή όρκους, αλλά στη διαρκή παρουσία και στην αφοσίωση.

Προτεινόμενο ΆρθροΕΚΤΑΚΤΟ – Δύσκολες ώρες για τον Νίκο Χαρδαλιά

Κάποιες φορές, η αφοσίωση ενός σκύλου είναι τόσο βαθιά που βοηθά τους ανθρώπους να περάσουν τις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής τους.

Ο Γιώργος ήταν τόσο άρρωστος που οι γιατροί φοβήθηκαν πως δεν θα άντεχε μέχρι το πρωί.

Η αναπνοή του ήταν ρηχή και ο υψηλός πυρετός τον έκανε να χάνει και να ξαναβρίσκει τις αισθήσεις του. Κι όμως, ακόμα και σε αυτή την κατάσταση, ψιθύριζε ξανά και ξανά ένα όνομα: «Μάρκος… Μάρκος…»

Για λίγο, όλοι νόμιζαν πως φώναζε τον γιο του ή κάποιον παλιό φίλο. Αλλά όταν τον ρώτησαν ποιος ήταν ο Μάρκος, απάντησε αχνά: «Το αγόρι μου… το καλό μου αγόρι.»

Οι νοσοκόμες κάλεσαν την κόρη του, η οποία μετά βίας συγκρατούσε τα δάκρυά της. «Ο Μάρκος είναι ο Γκόλντεν Ριτρίβερ του», είπε, προσθέτοντας: «Είναι δεκατριών. Τον αφήσαμε στον θείο μου όσο ο μπαμπάς είναι στο νοσοκομείο.»

Τελικά, η νοσοκόμα κανόνισε τα πάντα και ο Μάρκος ήρθε. Λίγες ώρες αργότερα, ο σκύλος μπήκε αθόρυβα στο δωμάτιο, ήρεμος και πιστός όπως πάντα, με την ουρά του να κουνιέται απαλά σαν να χαιρετάει. Χωρίς δισταγμό, πήγε κατευθείαν στο κρεβάτι του Γιώργου και ακούμπησε το κεφάλι του στο στήθος του.

Ο Γιώργος άνοιξε τα μάτια και χαμογέλασε. «Μάρκο… τη βρήκες;» είπε.

Η κόρη του τον κοίταξε μπερδεμένη. «Ποια;»

Κι εκεί ο Γιώργος εξήγησε πως πριν από χρόνια, εκείνος και ο Μάρκος είχαν ψάξει μέσα στο χιόνι για μια έφηβη που είχε εξαφανιστεί, τη Λίνα. Όλοι οι άλλοι είχαν σταματήσει να ψάχνουν — αλλά όχι αυτοί. Μια μέρα, ο Μάρκος άρχισε να γαβγίζει κοντά σε μια χαντάκι και αρνιόταν να φύγει. Όταν ο Γιώργος πήγε να δει τι συνέβαινε, βρήκαν τη Λίνα εκεί, ζωντανή αλλά εξαντλημένη από την πείνα. Αυτή η μνήμη έμεινε χαραγμένη μέσα του όλα αυτά τα χρόνια.

Η ιστορία ακούστηκε τόσο ιδιαίτερη που γρήγορα μοιράστηκε με φίλους και συγγενείς, και κάπως έφτασε και στη Λίνα, η οποία πλέον ήταν ενήλικη και μητέρα. Έστειλε μήνυμα στην κόρη του Γιώργου γράφοντας: «Με λένε Λίνα. Νομίζω πως αυτή ήμουν εγώ.»

Λίγες μέρες αργότερα, η Λίνα πήγε να δει τον Γιώργο. Τον αγκάλιασε σφιχτά και του ψιθύρισε: «Αν δεν ήσουν εσύ, δεν θα ήμουν εδώ σήμερα.»

Ο Γιώργος χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι. «Όχι, δεν ήμουν εγώ. Ο Μάρκος ήταν.»

Όταν ο Γιώργος πέθανε λίγο αργότερα, η Λίνα παρευρέθηκε στην κηδεία του και είπε μέσα από τα δάκρυά της: «Ο Μάρκος με βρήκε δύο φορές. Πρώτα όταν ήμουν χαμένη στο χιόνι, και έπειτα όταν με έφερε πίσω για να πω αντίο.»

Όχι πολύ καιρό μετά, ο Μάρκος πέθανε κι εκείνος. Η οικογένεια τον έθαψε δίπλα στον Γιώργο, και πάνω στον τάφο του έβαλαν μια πέτρα που έγραφε: «Μάρκος – Φύλακας Άγγελος. Για πάντα καλό αγόρι.»

Αυτή η ιστορία μας θυμίζει πως μερικές φορές αρκεί μια και μόνο πιστή καρδιά για να αλλάξει τη ζωή κάποιου. Και αν είστε τυχεροί, ίσως υπάρξει κι ένας «Μάρκος» στη δική σας.

Τα σκυλιά έχουν μια μοναδική δύναμη: θυμούνται, αγαπούν και δεν εγκαταλείπουν ποτέ αυτούς που στάθηκαν δίπλα τους. Για τους ηλικιωμένους, αυτή η αφοσίωση συχνά σημαίνει τα πάντα. Είναι συντροφιά στις σιωπές, παρηγοριά στις δύσκολες μέρες και μια ζεστή παρουσία που δεν κρίνει και δεν φεύγει. Ένας σκύλος μπορεί να γίνει η τελευταία, πιο σταθερή αγάπη της ζωής τους — η αγάπη που μένει, ακόμη κι όταν όλα τα άλλα αλλάζουν και θα είναι εκεί δίπλα τους μέχρι το τέλος.

Ειδήσεις σήμερα

Ροή Ειδήσεων