ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Φόβοι για μεγάλους σεισμούς σε όλη τη Γη – Οι επιστήμονες δεν ξέρουν γιατί ξυπνούν τα ρήγματα

Μια διαδεδομένη πεποίθηση σε πολλές περιοχές του κόσμου είναι πως υπάρχουν τόποι «απρόσβλητοι» από σεισμούς. Ωστόσο, μια νέα έρευνα έρχεται να καταρρίψει αυτή…

Μια διαδεδομένη πεποίθηση σε πολλές περιοχές του κόσμου είναι πως υπάρχουν τόποι «απρόσβλητοι» από σεισμούς. Ωστόσο, μια νέα έρευνα έρχεται να καταρρίψει αυτή την αίσθηση ασφάλειας, αποκαλύπτοντας ότι τα λεγόμενα «νεκρά» ρήγματα δεν είναι τόσο αδρανή όσο νομίζαμε. Μπορούν, υπό ορισμένες συνθήκες, να «ξυπνήσουν» ξανά και να προκαλέσουν ισχυρές σεισμικές δονήσεις – πολλές φορές εξαιτίας της ανθρώπινης δραστηριότητας.

Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο Nature Communications, δείχνει ότι τα αρχαία ρήγματα, τα οποία για εκατομμύρια χρόνια θεωρούνταν σταθερά, επανακτούν σταδιακά την ικανότητά τους να συσσωρεύουν ενέργεια μέσα από μια διαδικασία επούλωσης λόγω τριβής. Όταν παρεμβαίνουν δραστηριότητες όπως η εξόρυξη φυσικού αερίου, η γεώτρηση ή η έγχυση υγρών, η συσσωρευμένη αυτή πίεση μπορεί να απελευθερωθεί απότομα, προκαλώντας απρόβλεπτους και επικίνδυνους σεισμούς.

Η ψευδαίσθηση της σταθερότητας

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το κοίτασμα φυσικού αερίου του Γκρόνινγκεν στην Ολλανδία, όπου, σε μια περιοχή που θεωρούνταν απολύτως ασφαλής, έχουν σημειωθεί σεισμοί έως 3,6 Ρίχτερ. Οι επιστήμονες του Πανεπιστημίου της Ουτρέχτης εξηγούν ότι αυτά τα φαινόμενα προέρχονται από ρήγματα τα οποία είχαν «επουλωθεί» με την πάροδο του χρόνου και έτσι μπορούσαν να αποθηκεύσουν ξανά ενέργεια. Όταν οι άνθρωποι μεταβάλλουν την πίεση του υπεδάφους, για παράδειγμα με την άντληση φυσικού αερίου, αυτή η ενέργεια εκτονώνεται ξαφνικά.

Οι σεισμοί αυτού του τύπου δεν μοιάζουν με τους παραδοσιακούς τεκτονικούς σεισμούς, καθώς εκδηλώνονται κοντά στην επιφάνεια της Γης, στα λίγα πρώτα χιλιόμετρα βάθους. Παρότι είναι συχνά μέτριοι σε μέγεθος, μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές ζημιές, ακριβώς επειδή είναι ρηχοί.

Σεισμοί μιας χρήσης

Ένα ενδιαφέρον εύρημα της μελέτης είναι ότι τα επουλωμένα ρήγματα φαίνεται να ενεργοποιούνται μόνο μία φορά. Μόλις απελευθερωθεί η συσσωρευμένη πίεση, το ρήγμα καθίσταται πιο σταθερό και δεν μπορεί να ξανασυσσωρεύσει ενέργεια σε ανθρώπινη χρονική κλίμακα. Όπως εξηγεί η επικεφαλής της έρευνας, δρ. Ylona van Dinther, «αν και η περιοχή δεν σταθεροποιείται αμέσως μετά τη διακοπή των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, η ένταση των σεισμών μειώνεται σταδιακά».

Αυτό σημαίνει ότι ο πρώτος σεισμός είναι συνήθως και ο πιο ισχυρός. Οι επόμενοι, αν υπάρξουν, είναι σαφώς πιο ήπιοι, καθώς τα ρήγματα που έχουν ήδη ολισθήσει λειτουργούν πλέον σαν εμπόδια που αποτρέπουν την εξάπλωση των σεισμικών κυμάτων.

Επιπτώσεις για την ενέργεια και την ασφάλεια

Η νέα γνώση αλλάζει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να αντιμετωπίζονται τα υπόγεια ενεργειακά έργα. Εταιρείες που δραστηριοποιούνται στη γεωθερμία, την αποθήκευση άνθρακα ή την εξόρυξη φυσικού αερίου συχνά εγκαθίστανται σε περιοχές θεωρητικά σταθερές, οι οποίες όμως ενδέχεται να κρύβουν τέτοιους «ωρολογιακούς μηχανισμούς».

Ο κίνδυνος, όπως εξηγούν οι ερευνητές, δεν εξαρτάται μόνο από το αν ένα ρήγμα είναι ενεργό σήμερα, αλλά και από το γεωλογικό του παρελθόν. Ένα ρήγμα που έχει μείνει αδρανές για εκατομμύρια χρόνια μπορεί να έχει επουλωθεί τόσο πολύ, ώστε να συγκεντρώνει επικίνδυνα επίπεδα πίεσης. Και επειδή σε αυτές τις περιοχές δεν υπάρχει ιστορικό σεισμών, οι τοπικές κοινωνίες και οι υποδομές τους είναι εντελώς απροετοίμαστες.

Οι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι μελετώντας την ηλικία και τον ρυθμό επούλωσης των ρηγμάτων, μπορούν να εκτιμήσουν καλύτερα πού υπάρχει αυξημένος κίνδυνος για έναν μεμονωμένο αλλά ισχυρό σεισμό. Για παράδειγμα, τα ρήγματα στο κοίτασμα του Γκρόνινγκεν πιστεύεται ότι παραμένουν ανενεργά από τη Νεογενή περίοδο, γεγονός που τα καθιστά ιδανικούς υποψήφιους για τέτοια συμπεριφορά.

Ένα νέο κεφάλαιο στη σεισμική επικινδυνότητα

Το συμπέρασμα των ειδικών είναι σαφές: οι περιοχές που θεωρούνταν γεωλογικά σταθερές δεν είναι απαραίτητα ασφαλείς. Ο πρώτος σεισμός που μπορεί να προκληθεί σε ένα επουλωμένο ρήγμα ενδέχεται να είναι και ο πιο καταστροφικός. Έτσι, κυβερνήσεις, μηχανικοί και εταιρείες καλούνται να επανεξετάσουν τα σχέδιά τους, ενσωματώνοντας αυτή τη νέα γνώση σε κάθε ενεργειακό έργο που αγγίζει το υπέδαφος της Γης.

Προτεινόμενο ΆρθροΜΕΓΑΛΟ ΣΟΚ Βρέθηκε νεκρός ο Γρηγόρης..

Τρόμος στην Ελλάδα: Τα τρία ρήγματα που μπορούν να προκαλέσουν σεισμό έως 7,7 Ρίχτερ

Έντονη συζήτηση προκάλεσε ο πρόσφατος ισχυρός σεισμός στη Μιανμάρ, καθώς οδήγησε πολλούς να αναρωτηθούν εάν και η Ελλάδα θα μπορούσε να ζήσει κάτι ανάλογο. Ο καθηγητής Γεωφυσικής του ΑΠΘ, Κώστας Παπαζάχος, μιλώντας στο STAR, εξήγησε ποια είναι τα σημεία της χώρας που ενδέχεται να δώσουν σεισμό ανάλογου μεγέθους — ακόμα και 7,7 Ρίχτερ.

Ο έμπειρος σεισμολόγος ξεκαθάρισε πως «ένας σεισμός σαν της Μιανμάρ δεν μπορεί να γίνει οπουδήποτε». Όπως είπε, για να προκληθεί μια τόσο μεγάλη δόνηση, χρειάζεται ένα ρήγμα τεράστιας έκτασης, ικανό να «φιλοξενήσει» την ενέργεια που απελευθερώνεται. Τόνισε μάλιστα ότι «πρακτικά, στον ελληνικό χώρο τέτοιες ζώνες είναι κατά κύριο λόγο τρεις».

Αναλύοντας αυτές τις τρεις σεισμογενείς περιοχές, ο Κώστας Παπαζάχος αναφέρθηκε πρώτα στο εξωτερικό ελληνικό τόξο, το οποίο εκτείνεται από την Κεφαλονιά και νότια της Πελοποννήσου, ακολουθεί τις ακτές της Κρήτης και φτάνει μέχρι την Κάρπαθο και τη Ρόδο. Πρόκειται, όπως είπε, για τη μεγαλύτερη και πιο ενεργή ζώνη σεισμικότητας στη Μεσόγειο, η οποία έχει δώσει και τους πιο καταστροφικούς σεισμούς στο παρελθόν.

Η δεύτερη επικίνδυνη περιοχή είναι η τάφρος του βορείου Αιγαίου, μια ζώνη που διατρέχει το βόρειο τμήμα της χώρας και συνδέεται με το ρήγμα της Ανατολίας. Εδώ, σύμφωνα με τους σεισμολόγους, υπάρχει η πιθανότητα να εκδηλωθούν ισχυρές δονήσεις, αν και τέτοια φαινόμενα είναι εξαιρετικά σπάνια.

Η τρίτη περιοχή, σύμφωνα με τον καθηγητή, είναι εκείνη που περνά από την Αμοργό, ένα σημείο με πλούσιο σεισμικό παρελθόν. «Υπάρχει και μία τελευταία ζώνη, η οποία περνάει από την Αμοργό και έχει δώσει έναν σεισμό μικρότερο από τον χθεσινό», εξήγησε ο Παπαζάχος, προσθέτοντας ότι «υπάρχουν τέτοια μέρη στον ελληνικό χώρο και έχουν δώσει σεισμούς μεγάλους αλλά πολύ σπάνια».

Στη συνέχεια, ο γνωστός σεισμολόγος αναφέρθηκε στην ετοιμότητα της χώρας να αντιμετωπίσει ένα τέτοιο φαινόμενο. «Δεν έχουμε εμπειρία από τέτοιους σεισμούς», υπογράμμισε, θυμίζοντας πως ο τελευταίος μεγάλος σεισμός αυτού του μεγέθους σημειώθηκε το 1956 στην Αμοργό, φτάνοντας τα 7,5 Ρίχτερ. Όπως είπε, «η θάλασσα και το γεγονός ότι δεν υπήρχαν υψηλά κτίρια μας προστάτευσαν και δεν είχαμε τέτοια φαινόμενα».

Η ιστορική μνήμη, πάντως, είναι γεμάτη από παραδείγματα μεγάλων σεισμών στο ελληνικό τόξο. Από το 227 π.Χ. νότια της Ρόδου (7,2 Ρίχτερ) μέχρι το 1957 στα νότια της Ρόδου (7,2 Ρίχτερ), ο ελλαδικός χώρος έχει δοκιμαστεί πολλές φορές. Μεταξύ αυτών, ξεχωρίζουν ο σεισμός των 8,2 Ρίχτερ στο Ηράκλειο το 1856, ο σεισμός των 8,0 Ρίχτερ στη Ρόδο το 1926, καθώς και ο σεισμός 7,9 Ρίχτερ στα Κύθηρα το 1903.

Όλα αυτά δείχνουν, όπως επισημαίνουν οι επιστήμονες, ότι η Ελλάδα παραμένει μια από τις πιο σεισμογενείς χώρες της Ευρώπης. Παρότι οι πιθανότητες να συμβεί σεισμός αντίστοιχης έντασης με αυτόν της Μιανμάρ είναι μικρές, η ύπαρξη αυτών των τριών ρηγμάτων υπενθυμίζει πως η σεισμική προετοιμασία δεν πρέπει ποτέ να χαλαρώνει.

Ειδήσεις σήμερα

Ροή Ειδήσεων