Η Μαρίκα Κοτοπούλη γεννήθηκε στην Αθήνα τον Μάιο του 1887 σε μια οικογένεια με έντονη θεατρική δραστηριότητα. Οι γονείς της, Δημήτριος και Ελένη Κοτοπούλη, ήταν θιασάρχες του δραματικού θιάσου Πρόοδος, ο οποίος περιόδευε σε πολλές πόλεις της Ελλάδας, καθώς και στη Σμύρνη και στην Κωνσταντινούπολη. Η Μαρίκα και οι αδερφές της συμμετείχαν στις παραστάσεις του θιάσου από μικρή ηλικία, μαζί με άλλους ηθοποιούς.Η πρώτη εμφάνιση της Μαρίκας στο θέατρο έγινε ως βρέφος, στην παράσταση «Ο αμαξάς των Άλπεων». Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η μητέρα της σχεδόν τη γέννησε πάνω στη σκηνή.
Μαρίκα Κοτοπούλη: Τι δεν ξέραμε για αυτή;
Η Μαρίκα Κοτοπούλου είχε δύσκολη παιδική ηλικία. Η μητέρα της, Ελένη, αν και πτυχιούχος δασκάλα πέρα από ηθοποιός -άρα και αρκετά μορφωμένη για τα μέτρα της εποχής- συνήθιζε να επιβάλλεται στα παιδιά της, και ιδιαίτερα στην Μαρίκα, διά της βίας. Όπως εξομολογείται η Κοτοπούλη, πολλά χρόνια μετά τον θάνατο της μητέρας της, η τελευταία συνήθιζε να την ξυλοκοπεί «προκειμένου να τη μάθει να διαφυλά το ήθος της και την τιμή της», το ίδιο ήθος και την ίδια τιμή τα οποία η Ελένη Κοτοπούλη ήθελε τα παιδία της να εκμεταλλεύονται προκειμένου να βγαίνουν κερδισμένα. Όπως έχει δηλώσει η ίδια η Μαρίκα Κοτοπούλη, ακόμα και για να την πείσει να μπει στο Βασιλικό Θέατρο, όπου και έκανε το ντεμπούτο της το 1902, η μητέρα της, την έδειρε.
Μέχρι τα 15 της χρόνια έπαιζε σε παραστάσεις του θιάσου των γονιών της. Το 1902 προσελήφθη από την «Νέα Σκηνή» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. Σύντομα παραιτήθηκε για να εργαστεί στο «Βασιλικό θέατρο». Η κίνηση αυτή προκάλεσε πολλές αντιδράσεις στους καλλιτεχνικούς κύκλους της εποχής. Ο βασικότερος λόγος ήταν ότι η Κοτοπούλη ήταν ανήλικη. Στο Βασιλικό Θέατρο πρωταγωνίστησε σε έργα των Γκαίτε και Σαίξπηρ. Η εμφάνιση όμως που προκάλεσε πολλές αναταραχές εκείνη την εποχή ήταν στην τριλογία του Αισχύλου, Ορέστεια. Όλο το έργο ήταν στην δημοτική και όχι στην καθαρεύουσα όπως συνηθιζόταν τότε. Η Μαρίκα Κοτοπούλη εμφανίστηκε στην σκηνή και απήγγειλε στην δημοτική. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ξεσπάσουν βίαιες συγκρούσεις υποκινούμενες από τους υποστηρικτές της καθαρεύουσας.
Αργότερα, σε ηλικία 21 ετών γίνεται θιασάρχης για πρώτη φορά στην θεατρική σταδιοδρομία της. Διακρίθηκε σε έργα αρχαίου δράματος αλλά και σε έργα ξένων και Ελλήνων συγγραφέων. Οι σημαντικότεροι ρόλοι της ζωής της βρίσκονται στα κείμενα του Αισχύλου, του Ευριπίδη, του Ξενόπουλου, του Νιρβάνα, του Χόφμανσταλ, του Μπράκο, του Ζοζέ και πολλών άλλων. Επίσης, απέκτησε δική της θεατρική στέγη. Η Μαρίκα Κοτοπούλη ταξίδεψε πολύ, είτε σε περιοδεία είτε για να ενημερωθεί για τα θεατρικά δρώμενα. Έφερε στην Ελλάδα θεατρικά έργα που είχαν μεγάλη απήχηση στο κοινό. Η κόντρα της με το αντίπαλο θεατρικό δέος της, την Κυβέλη, είναι αξιομνημόνευτη. Ο ανταγωνισμός τους σταμάτησε όταν ξεκίνησαν την συνεργασία τους.
Επίσης, εκτός από το θέατρο εμφανίστηκε για μία και μοναδική φορά στον κινηματογράφο. Έπαιξε στην Ελληνοτουρκική ταινία του Ερτογρούλ Μουσχίν, «Ο κακός δρόμος». Το σενάριο γράφτηκε από τον Γρηγόριο Ξενόπουλο. Στην ταινία συμμετείχαν ακόμα ο Γιώργος Παππάς, ο Βασίλης Λογοθετίδης και η Κυβέλη.
Μαρίκα Κοτοπούλη: Οι άντρες της ζωής της
Όπως πολλοί λένε, ο έρωτας στην ζωή της Μαρίκας Κοτοπούλη ήταν ζωτικής σημασίας. Οι φήμες ήθελαν την Μαρίκα Κοτοπούλη να έχει σχέσεις τόσο με άνδρες όσο και με γυναίκες. Σε πολύ νεαρή ηλικία είχε ερωτικό δεσμό με τον Θωμά Οικονόμου. Ο Θωμάς Οικονόμου ήταν σκηνοθέτης και ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε το ταλέντο της και την βοήθησε να καθιερωθεί στο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι. Όμως ο μεγάλος έρωτας ήρθε λίγα χρόνια αργότερα.

Το 1909 κατά την διάρκεια της περιοδείας της στην Κωνσταντινούπολη γνώρισε τον Ίωνα Δραγούμη. Ο έρωτας τους ήταν σφοδρός, με πολλές εντάσεις και άφησε ιστορία. Δεν παντρεύτηκαν ποτέ αλλά ζούσαν κάτω από την ίδια στέγη. Η συμβίωση τους ήταν ένα μεγάλο σκάνδαλο για την συντηρητική εποχή όπως και η κοινωνική τους διαφορά. Ο Ίων Δραγούμης ήταν πολιτικός και διπλωμάτης. Προερχόταν από μία επιφανή και αριστοκρατική οικογένεια των Αθηνών. Εκείνη ήταν μία ηθοποιός. Προερχόταν από μία λαϊκή θεατρική οικογένεια. Έμειναν μαζί 11 χρόνια μέχρι την δολοφονία του Δραγούμη.
Τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατο του Ίωνα Δραγούμη, παντρεύτηκε τον θεατρικό επιχειρηματία Γιώργο Χέλμη. Δεν απέκτησαν παιδιά και έμειναν μαζί μέχρι το τέλος της ζωής της.

Μαρίκα Κοτοπούλη: Η καταξίωση στο θέατρο
Είναι σημαντικό πως η Μαρίκα Κοτοπούλη έλαβε πολλά σημαντικά βραβεία στην ζωή της. Τιμήθηκε με τον Χρυσό Σταυρό του Γεωργίου Α’ (1921) και το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας (1923). Επίσης, η Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων την τίμησε για την συμβολή της στο θέατρο (1939). Το τελευταίο βραβείο που έλαβε ήταν το παράσημο του Ταξιάρχη (1950).
Από την άλλη πλευρά η ηθοποιός στήριξε πολύ τους συναδέλφους της. Κατά την διάρκεια της Κατοχής απείχε από το θέατρο. Αν και είχε φιλοβασιλικές πεποιθήσεις βοήθησε και προστάτευσε τους αριστερούς συναδέλφους της ώστε να μην έχουν προβλήματα με τις δυνάμεις κατοχής. Η Μαρίκα Κοτοπούλη ανέδειξε πολλούς ηθοποιούς στο θέατρο. Η Άννα Συνοδινού, ο Ντίνος Ηλιόπουλος, η Ειρήνη Παππά, ο Δημήτρης Μυράτ και η Έλλη Λαμπέτη πήραν το βάπτισμα του πυρός από εκείνη.
Το 1949, η Μαρίκα Κοτοπούλη έλαβε τιμητική διάκριση από τους συναδέλφους της για την παράσταση «Ορέστεια” του Αισχύλου από το Εθνικό Θέατρο. Αυτή η βράβευση ήταν η αφορμή για να συσταθεί το έπαθλο «Μαρίκα Κοτοπούλη». Το έπαθλο δίνεται ως επιβράβευση σε αξιόλογες Ελληνίδες ηθοποιούς κάθε δύο χρόνια. Μεταξύ άλλων το έχουν κερδίσει η Μελίνα Μερκούρη, η Έλλη Λαμπέτη, η Άννα Συνοδινού, η Κάτια Δανδουλάκη και η Μάνια Παπαδημητρίου.

Μαρίκα Κοτοπούλη: Τα τελευταία χρόνια και ο θάνατος της
Από την αρχή της δεκαετίας του 1950, η Μαρίκα Κοτοπούλη περιόρισε σημαντικά τις εμφανίσεις της στο θέατρο. Ο ανιψιός της, Δημήτρης Μυράτ, ανέλαβε να αναλάβει την οργάνωση του θεάτρου της. Οι τελευταίοι της ρόλοι ήταν στην παράσταση “Μις Μεήμπελ” το 1950 στην Αθήνα και στην “Σκιά” το 1952 στη Σύρο. Η διάσημη ηθοποιός πέθανε από καρδιακή ανακοπή στις 11 Σεπτεμβρίου 1954 και τακτοποιήθηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Το εξοχικό της σπίτι όπου ζούσε με τον σύζυγό της μετατράπηκε σε Μουσείο Μαρίκας Κοτοπούλη.
Νικήτας Τσακίρογλου: Η ξαφνική γνωριμία και ο γάμος 50 ετών με τη Χρυσούλα Διαβάτη,τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, το εξοχικό στην Επίδαυρο και οι διαφωνίες στο γάμο
Ο Νικήτας Τσακίρογλου είναι ένας αναγνωρισμένος Έλληνας ταλαντούχος ηθοποιός. Έχει παίξει σε πολλές ταινίες και σειρές και έχει γίνει ιδιαίτερα γνωστός. Ο ρόλος με τον οποίο μπήκε στα σπίτια μας και όλοι τον έχουμε πλέον στο μυαλό μας είναι ο ρόλος του γέροντα Παΐσιου. Έχει παντρευτεί μαι συνάδελφό του, επίσης λατρεμένη ηθοποιό, τη Χρυσούλα Διαβάτη. Παρακάτω θα δείτε μια αποκαλυπτική συνέντευξη για τη σχέση και το δέσιμο που έχουν μεταξύ τους.
Νικήτας Τσακίρογλου: Ο έρωτας με τη Χρυσούλα Διαβάτη και το ξεκίνημά του
Αρχικά, ο Νικήτας Τσακίρογλου θεωρείται ένας από τους πιο γνωστούς και επιτυχημένους Έλληνες ηθοποιούς. Μάλιστα, ζει όμορφη και ευτυχισμένη προσωπική ζωή, αφού μοιράζεται εδώ και 50 χρόνια τη ζωή του με τη σύζυγό του Χρυσούλα Διαβάτη.
Ο Νικήτας Τσακίρογλου είναι γεννημένος το 1938 στην Αθήνα και σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου.
Η πρώτη του εμφάνιση στο θέατρο στην παράσταση “Τα Κόκκινα Φανάρια” (1962) και καθιερώθηκε ως ένας από τους βασικούς πρωταγωνιστές του Εθνικού.
Νικήτας Τσακίρογλου: Τα πρώτα χρόνια και οι δυσκολίες με την οικογένειά του
Σε συνέντευξή του ο Νικήτας Τσακίρογλου είχε δηλώσει: «Ο πατέρας μου γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη». Επίσης, συνέχισε λέγοντας: «Η γιαγιά μου λόγω του ότι ο παππούς ήταν γραμματιζούμενος τον παρότρυνε να έρθουν στην Ελλάδα οικογενειακώς προκειμένου να εργαστεί. Συγκεκριμένα να έρθουν στην Αθήνα όπου ζούσαν οι συγγενείς της. Όταν, λοιπόν, τους έδιωξαν οι Τούρκοι, αρχικά βρέθηκαν σε ένα χωριό όπου ο παππούς έπρεπε να κάνει γεωργικές ή χειρωνακτικές εργασίες και δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα να είσαι μετανάστης, να ξέρεις γράμματα και να μην μπορείς να πιάσεις την τσάπα. Έτσι πέθανε πολύ γρήγορα από κατάθλιψη. Ήμουν πολύ μικρός όταν τον γνώρισα. Ο δε πατέρας μου ήρθε κατόπιν στην Αθήνα για να δουλέψει. Εδώ συνάντησε τη μητέρα μου και τον… έρωτα».
Έπειτα ανέφερε χαρακτηριστικά με έντονο συναίσθημα τα εξής: «Γεννήθηκα το 1938. Η Κατοχή ήρθε 2-3 χρόνια αργότερα, ήταν από το ‘41 μέχρι και το ’44 που τελείωσε αυτή η ιστορία με τη Γερμανία. Είναι περασμένα-ξεχασμένα όλα αυτά, αν μπορεί βέβαια κανείς να τα ξεχάσει. Βίωσα πράγματα. Βίωσα τα θέματα της Κατοχής, τα θέματα της στέρησης και αργότερα τον Εμφύλιο που έχει αφήσει πολλά δυσάρεστα απομεινάρια και τα εκμεταλλεύονται κάποιοι για να βρεθούν στην εξουσία. Θυμάμαι ακόμα -αν και ήμουν τριών χρονών παιδί- τα συσσίτια».
Τέλος, είπε: «Τις συμπλοκές που γινόντουσαν όταν αριστεροί και δεξιοί πήγαιναν στις παρελάσεις και ο ένας χτυπούσε τον άλλον. Τότε, στην ίδια οικογένεια ήταν ο ένας αδελφός έτσι και ο άλλος αλλιώς. Αυτά δεν ήταν ευχάριστα πράγματα. Δεν ήταν μόνο δύσκολα ήταν και άσχημα.. Δυστυχώς οι μνήμες συντηρούνται ακόμα με σκοπιμότητες. Αυτό με ενοχλεί πολύ. Κάποιοι επωφελούνται από αυτές τις δυσάρεστες καταστάσεις. Δεν ξέρω πώς τα καταφέρνει η εξουσία και διαχωρίζει τους ανθρώπους…».

Νικήτας Τσακίρογλου: Το ξεκίνημα μιας σημαντικής πορείας στο θέατρο, την τηλεόραση και τον κινηματογράφο
Σχετικά με τον κινηματογράφο, η πρώτη του ταινία ήταν οι “Προστάτες” το 1973. Πήρε μέρος σε πολλές τηλεοπτικές σειρές, καθώς και στον κινηματογράφο.
Επίσης, συμμετείχε στο ΚΘΒΕ, στο Θέατρο Τέχνης του Κουν, στο “Αμφιθέατρο” του Σπύρου Ευαγγελάτου και σε προσωπικούς θιάσους. Τιμήθηκε με το βραβείο “Κατίνα Παξινού” το 1973 και με το βραβείο α’ ανδρικού ρόλου “Αιμίλιος Βεάκης” το 1997[2]. Συμμετείχε με το Εθνικό Θέατρο στην Πνευματική Ολυμπιάδα της Μόσχας το 1980 και στη Σεούλ το 1988.
Ακόμα, ασχολήθηκε και με τη σκηνοθεσία θεατρικών έργων. Το 1997 ίδρυσε την Πολιτιστική Εταιρεία “Επιλογή”, ενώ είναι καλλιτεχνικός διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος από το 2004[3], ο τρίτος μόλις ηθοποιός που αποτελεί διευθυντή κρατικού θεάτρου (μετά τον Αλέξη Μινωτή και το Νίκο Κούρκουλο). Αποτέλεσε τον 14ο καλλιτεχνικό διευθυντή του ΚΘΒΕ από την ίδρυσή του το 1961, ενώ είναι ο πρώτος που τοποθετήθηκε για δεύτερη συνεχή τριετή θητεία. Κατά την περίοδο διεύθυνσής του ήρθε αντιμέτωπος με τα χρόνια οικονομικά προβλήματα του ΚΘΒΕ, που χειροτέρεψαν λόγω και της οικονομικής κρίσης. Τελικά ανακοίνωσε το Μάιο του 2009 την απόφασή του να παραιτηθεί.

Νικήτας Τσακίρογλου: Πως γνώρισε και παντρεύτηκε τη Χρυσούλα Διαβάτη
Είναι πολύ συγκινητικό το γεγονός ότι η Χρυσούλα Διαβάτη και ο Νικήτας Τσακίρογλου είναι μαζί 50 ολόκληρα χρόνια και αποτελούν ένα από τα πιο αγαπημένα ζευγάρια.
Οι δύο ηθοποιοί έχουν δημιουργήσει μια όμορφη και αγαπημένη οικογένεια. Έχουν αποκτήσει μια κόρη, η οποία όμως δεν ακολούθησε τα επαγγελματικά βήματα των γονιών της.
Η γυναίκα αυτή είναι συμβολαιογράφος, παντρεμένη και τους έχει χαρίσει δύο πανέμορφα εγγόνια.
Ο ίδιος είχε μιλήσει για τον γάμο του: Είναι πολύ σημαντικό το «μαζί» γιατί μοιραζόμαστε τις ίδιες αγωνίες για το θέατρο πρωτίστως και τις ίδιες αγωνίες για να δημιουργήσουμε μία καλύτερη ζωή. Αυτοσκοπός είναι να συντηρείς σωστά τη μονιμότητα και να υπάρχει αυτό το πρωτογενές στοιχείο που την έφτιαξε. Λέγεται έρωτας.
Όταν τη γνώρισα, ήταν ένα κορίτσι έξω καρδιά, γέλαγε και χαιρόταν τη ζωή, και εγώ συνέχεια την επέπληττα: «Γιατί γελάς με χαζομάρες; Σου φαίνεται αστείο αυτό;». Ήταν όμως η διάθεσή της έτσι. Χαρούμενη. Γι’ αυτό και είναι πολύ καλή ηθοποιός. Πολύ καλύτερη από μένα, είναι πολυτάλαντη. Εγώ δεν διανοούμαι για τον εαυτό μου ότι θα μπορούσα να παίξω σε επιθεώρηση. Η Χρυσούλα τα καταφέρνει. Τραγουδάει, παίζει, έχει καλή κίνηση. Μαζί με τον Θύμιο Καρακατσάνη είναι οι καλύτεροι ηθοποιοί της νεότερης γενιάς που υπήρξαν στο θέατρο, αυτοφυή ταλέντα. Ταλέντα που τα γέννησε η φύση. Εμείς, οι υπόλοιποι, έχουμε βάλει πολύ μυαλό μέσα…

Ο Νικήτας Τσακίρογλου είχε τονίσει: Μου αρέσει να πηγαίνω στη δουλειά μου, να οδηγώ το αυτοκίνητό μου κ.ο.κ. Δεν μου λείπει κάτι. Έχω επίσης, εδώ και τριάντα χρόνια, ένα εξοχικό στην Επίδαυρο και, όποτε μπορώ, φεύγω για εκεί. Πιάνω την τσάπα, τον γκασμά και φυτεύω. Θα ήθελα να ξέρω περισσότερα πράγματα για τη γη, αλλά μεγάλωσα στην Αθήνα. Βέβαια, λένε πως «Όταν κάτι το στερείσαι, το αγαπάς περισσότερο». Από εκεί και πέρα, επιζητώ την οικογενειακή ηρεμία, που καλό είναι να τη βρει κανείς. Τη δυνατότητα των νέων γνωριμιών και της ανανέωσης τη γεύομαι από το θέατρο. Στο σπίτι μου θέλω ησυχία!