Ο σεισμός των 4,2 Ρίχτερ που σημειώθηκε τη νύχτα στην περιοχή Simav της επαρχίας Κιουτάχεια προκάλεσε έντονη ανησυχία στους ειδικούς, καθώς επανέφερε στο επίκεντρο τη σεισμική δραστηριότητα κατά μήκος της γραμμής Ουσάκ – Κιουτάχεια – Μπαλικεσίρ.
Οι επισημάνσεις του Osman Bektaş
Ο καθηγητής γεωλογίας Δρ. Osman Bektaş δήλωσε πως το συγκεκριμένο γεγονός δεν αποτελεί απλώς έναν τοπικό σεισμό, αλλά εντάσσεται σε μια ευρύτερη διαδικασία μετατόπισης σεισμικής ενέργειας. Όπως εξήγησε, η ενέργεια από τους έξι ισχυρούς σεισμούς (μεγέθους 6–7 Ρίχτερ) που έπληξαν το μπλοκ του Ουσάκ από το 1969 έως το 2025, φαίνεται να μεταφέρεται στα γειτονικά τεκτονικά μπλοκ, με την Κιουτάχεια να βρίσκεται στο επίκεντρο.
Ο κίνδυνος στο Simav
Σύμφωνα με τον Bektaş, το Simav διατρέχει κίνδυνο για μεγαλύτερους σεισμούς της τάξης των 6–7 Ρίχτερ, κάτι που θα μπορούσε να έχει σοβαρές συνέπειες. Με ανάρτησή του στα κοινωνικά δίκτυα, προειδοποίησε τις τοπικές αρχές και τους κατοίκους, κλείνοντας με το ερώτημα: «Για ποιον χτυπούν οι καμπάνες;».
Στοχευμένες προειδοποιήσεις
Όταν ρωτήθηκε από ακόλουθο «Για ποιον, κύριε;», ο Bektaş απάντησε: «Για τις επαρχίες γύρω από το μπλοκ του Ουσάκ». Σχετικά με την πιθανότητα πιο ισχυρών σεισμών στο Simav, τόνισε ότι «υπάρχει πιθανότητα σεισμών 6–7 Ρίχτερ», ενισχύοντας την ανάγκη για επαγρύπνηση.
Η δήλωσή του έχει προκαλέσει προβληματισμό στην τοπική κοινωνία, καθώς η περιοχή χαρακτηρίζεται από ενεργά ρήγματα και ιστορικά έχει δώσει ισχυρές σεισμικές δονήσεις.
Τρόμος στην Ελλάδα: Τα τρία ρήγματα που μπορούν να προκαλέσουν σεισμό έως 7,7 Ρίχτερ
Έντονη συζήτηση προκάλεσε ο πρόσφατος ισχυρός σεισμός στη Μιανμάρ, καθώς οδήγησε πολλούς να αναρωτηθούν εάν και η Ελλάδα θα μπορούσε να ζήσει κάτι ανάλογο. Ο καθηγητής Γεωφυσικής του ΑΠΘ, Κώστας Παπαζάχος, μιλώντας στο STAR, εξήγησε ποια είναι τα σημεία της χώρας που ενδέχεται να δώσουν σεισμό ανάλογου μεγέθους — ακόμα και 7,7 Ρίχτερ.
Ο έμπειρος σεισμολόγος ξεκαθάρισε πως «ένας σεισμός σαν της Μιανμάρ δεν μπορεί να γίνει οπουδήποτε». Όπως είπε, για να προκληθεί μια τόσο μεγάλη δόνηση, χρειάζεται ένα ρήγμα τεράστιας έκτασης, ικανό να «φιλοξενήσει» την ενέργεια που απελευθερώνεται. Τόνισε μάλιστα ότι «πρακτικά, στον ελληνικό χώρο τέτοιες ζώνες είναι κατά κύριο λόγο τρεις».
Αναλύοντας αυτές τις τρεις σεισμογενείς περιοχές, ο Κώστας Παπαζάχος αναφέρθηκε πρώτα στο εξωτερικό ελληνικό τόξο, το οποίο εκτείνεται από την Κεφαλονιά και νότια της Πελοποννήσου, ακολουθεί τις ακτές της Κρήτης και φτάνει μέχρι την Κάρπαθο και τη Ρόδο. Πρόκειται, όπως είπε, για τη μεγαλύτερη και πιο ενεργή ζώνη σεισμικότητας στη Μεσόγειο, η οποία έχει δώσει και τους πιο καταστροφικούς σεισμούς στο παρελθόν.

Η δεύτερη επικίνδυνη περιοχή είναι η τάφρος του βορείου Αιγαίου, μια ζώνη που διατρέχει το βόρειο τμήμα της χώρας και συνδέεται με το ρήγμα της Ανατολίας. Εδώ, σύμφωνα με τους σεισμολόγους, υπάρχει η πιθανότητα να εκδηλωθούν ισχυρές δονήσεις, αν και τέτοια φαινόμενα είναι εξαιρετικά σπάνια.
Η τρίτη περιοχή, σύμφωνα με τον καθηγητή, είναι εκείνη που περνά από την Αμοργό, ένα σημείο με πλούσιο σεισμικό παρελθόν. «Υπάρχει και μία τελευταία ζώνη, η οποία περνάει από την Αμοργό και έχει δώσει έναν σεισμό μικρότερο από τον χθεσινό», εξήγησε ο Παπαζάχος, προσθέτοντας ότι «υπάρχουν τέτοια μέρη στον ελληνικό χώρο και έχουν δώσει σεισμούς μεγάλους αλλά πολύ σπάνια».
Στη συνέχεια, ο γνωστός σεισμολόγος αναφέρθηκε στην ετοιμότητα της χώρας να αντιμετωπίσει ένα τέτοιο φαινόμενο. «Δεν έχουμε εμπειρία από τέτοιους σεισμούς», υπογράμμισε, θυμίζοντας πως ο τελευταίος μεγάλος σεισμός αυτού του μεγέθους σημειώθηκε το 1956 στην Αμοργό, φτάνοντας τα 7,5 Ρίχτερ. Όπως είπε, «η θάλασσα και το γεγονός ότι δεν υπήρχαν υψηλά κτίρια μας προστάτευσαν και δεν είχαμε τέτοια φαινόμενα».
Η ιστορική μνήμη, πάντως, είναι γεμάτη από παραδείγματα μεγάλων σεισμών στο ελληνικό τόξο. Από το 227 π.Χ. νότια της Ρόδου (7,2 Ρίχτερ) μέχρι το 1957 στα νότια της Ρόδου (7,2 Ρίχτερ), ο ελλαδικός χώρος έχει δοκιμαστεί πολλές φορές. Μεταξύ αυτών, ξεχωρίζουν ο σεισμός των 8,2 Ρίχτερ στο Ηράκλειο το 1856, ο σεισμός των 8,0 Ρίχτερ στη Ρόδο το 1926, καθώς και ο σεισμός 7,9 Ρίχτερ στα Κύθηρα το 1903.
Όλα αυτά δείχνουν, όπως επισημαίνουν οι επιστήμονες, ότι η Ελλάδα παραμένει μια από τις πιο σεισμογενείς χώρες της Ευρώπης. Παρότι οι πιθανότητες να συμβεί σεισμός αντίστοιχης έντασης με αυτόν της Μιανμάρ είναι μικρές, η ύπαρξη αυτών των τριών ρηγμάτων υπενθυμίζει πως η σεισμική προετοιμασία δεν πρέπει ποτέ να χαλαρώνει.
